- θαύμα
- Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό».
Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, η συντηρητική δύναμη του κόσμου μπορεί να ενεργήσει χωρίς τις φυσικές δυνάμεις, δηλαδή να κάνει θ. Η δυνατότητα των θ. έγκειται αφενός στην ελεύθερη θέληση του Θεού και αφετέρου στο ότι οι φυσικές δυνάμεις εξαρτώνται από τη θέληση και τη δύναμη του Θεού. Αν και το θ. δεν προέρχεται από τη φυσική πορεία του κόσμου, αλλά από έμμεση ενέργεια του Θεού, ούτε η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται, ούτε ο Θεός αλλοιώνεται. Και αυτό συμβαίνει γιατί η θαυματουργή ενέργεια δεν είναι αυθαίρετο προϊόν μιας άστατης και μεταβαλλόμενης θέλησης του Θεού, αλλά περιλαμβάνεται στο σχέδιο της δημιουργίας και της συντήρησης του κόσμου. Η φυσική τάξη δεν ανατρέπεται, επειδή ο Θεός θαυματουργεί, όχι αφού έρθει σε σύγκρουση με τους φυσικούς νόμους, αλλά δημιουργώντας ελεύθερα· γιατί το θ. αποτελεί συνέχεια της δημιουργίας, όταν απαιτεί τη συγκεκριμένη ενέργεια του Θεού το αιώνιο διάγραμμα του κοσμικού συστήματος.
Ο Χριστός, σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο» (β’ 1-11) πραγματοποίησε το πρώτο του θαύμα στον γάμο της Κανά, όπου μετέβαλε σε κρασί το νερό που έφεραν οι υπηρέτες. Στη φωτογραφία, «Ο εν Κανά γάμος», έργο ανώνυμου ζωγράφου του 16ου αι. (Δημοτικό Μουσείο Καρέρ, Βενετία).
* * *και θάμα, το (AM θαῡμα, Α ιων. τ. θῶμα)1. καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους («τα θαύματα τής Παναγίας τής Τήνου»)2. καθετί που κινεί τον θαυμασμό, πράγμα εκπληκτικό, αξιοθέατο (α. «τα επτά θαύματα τού κόσμου» — τεχνικά έργα καταπληκτικά σε όγκο ή σε τελειότητα εκτέλεσηςβ. «θαύμα βροτοῖσι», Ομ. Οδ.)3. πολύ επιτυχημένο τέχνασμα (α. «κάνει θαύματα στην απόκρουση επιχειρημάτων» β. «τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θαῦμα», Πλάτ.)νεοελλ.εξαιρετική επιτυχία σε επιστήμη, τέχνη, επάγγελμα, ασχολία («ο γιατρός αυτός κάνει θαύματα»)μσν.-αρχ.θαυμασμός, έκπληξη, κατάπληξη («θαυμάτων ἐπάξια», Ευρ.)αρχ.1. εκπληκτική δεξιοτεχνία («θαῦμα μὲν ἕκαστον ἡμῶν ἡγησώμεθα τῶν ζῷων θεῖον», Πλάτ.)2. θέατρο στο οποίο γίνονται διάφορα τεχνάσματα θαυματοποιών ή ακροβασίες ή δαμασμός θηρίων («θεωροῡντες ἐν τοῖς θαύμασι τοὺς μὲν λέοντας πραότερον διακειμένους πρὸς τοὺς θεραπεύοντας», Ισοκρ.)3. εξαιρετική ικανότητα για εφευρέσεις4. φρ. α) «θῶμα ποιεῖσθαί τι» — το να θεωρεί κανείς κάτι άξιο θαυμασμού (Ηρόδ.)θ) «θαύματος ἄξιος» — άξιος θαυμασμού (Ευρ.)γ) «ἐν θώματί εἰμι» — είμαι κατάπληκτος (Ηρόδ.)δ) θαῡμα ποιεῖσθαι περί τίνος» — να θαυμάζει κανείς για κάτιε) «ἐν θαύματι ποιοῦμαι» — θαυμάζω (Πλούτ.)στ) «θαῦμ' (ἐστι) ὅτι» — είναι παράδοξο, θαυμαστόζ) «θαῦμα ἰδεῖν» ἡ «θαῦμα ἰδέσθαι» — θαυμάσιο πράγμα να τό δει κανείς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαύμα < ΙE *dhәu-mn (< ΙΕ ρίζα *dhāu- «βλέπω, κοιτάζω») θεωρείται παράγωγο ενός αρχαίου αμάρτυρου ρ. με σημ. «θεωρώ, παρατηρώ, κοιτάζω», το οποίο συνδεόταν ετυμολογικά και σημασιολογικά με τα θεα* (< *θāFā), θεώμαι. Πρόβλημα παρουσιάζει ο παράλληλος ιων. τ. θώμα (και θωύμα) < ΙE *dhō(u)-mn, που απαντά στον Ηρόδοτο. Υπετέθη ότι ο αρχικός τ. ήταν θωύμα, ο οποίος όμως είχε πλασθεί αναλογικά αντί τού τ. θαύμα (κατά το εωυτῴ - εαυτῴ). Η υπόθεση όμως αυτή αίρεται από την ύπαρξη τών ανθρωπωνυμίων Θέμων και Θωμάντας.ΠΑΡ. θαυμάζωαρχ.θαυμαίνω, θαυμαλέος, θαύματος.ΣΥΝΘ. θαυματοποιός, θαυματουργόςαρχ.θαυματολογίαμσν.θαυματόβρυτοςνεοελλ.θαυματολόγος].
Dictionary of Greek. 2013.